- ἐπιθειάζων
- ἐπιθειάζωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθεάζω — ἐπιθεάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος») 2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε άζω (< θεός)] … Dictionary of Greek